Σίμος Κεδίκογλου: Βιώνουμε εθνικά το ρητό: ότι ο χρόνος είναι χρήμα με τον χειρότερο δυνατό τρόπο
  •  

    Σε σύγκριση με το Δεκέμβριο είμαστε σε χειρότερη θέση απ’ όλες τις πλευρές, διαπραγματευτικά, οικονομικά, από πλευράς συμμάχων στη διεθνή σκηνή, υπογράμμισε ο Σίμος Κεδίκογλου, αποδίδοντας επικίνδυνους ερασιτεχνισμούς στην Κυβέρνηση, που έχουν επιδεινώσει πάρα πολύ τη διεθνή εικόνα της χώρας μας.

     

    Μιλώντας στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ και την δημοσιογράφο Άννα Μπουσδούκου επεσήμανε, ότι στους τεσσεράμισι μήνες που πέρασαν χάθηκε πολύτιμος χρόνος, με αποτέλεσμα η επίτευξη συμφωνίας να είναι δυσκολότερη.


     
    Ο βουλευτής πρόσθεσε, ότι για να υπάρξει ρύθμιση για το χρέος πρέπει να είναι βέβαιο ότι η ελληνική οικονομία δεν δημιουργεί νέο χρέος. Πρέπει να είναι ισοσκελισμένος ο προϋπολογισμός, κάτι που θα επιτευχθεί με αύξηση των εσόδων και μείωση των δαπανών.
     

    Απαντώντας στη συνέχεια σε ερώτηση αναφορικά με τη λειτουργία της ΕΡΤ ο Σίμος Κεδίκογλου επεσήμανε τα εξής: ότι η νέα ΕΡΤ είναι απόλυτα υπόλογη στο Υπουργό Επικρατείας σε αντίθεση με τη ΝΕΡΙΤ, η οποία είχε ένα ανεξάρτητο εποπτικό συμβούλιο, η παλιά ΕΡΤ είχε προϋπολογισμό 300 εκατομμύρια ευρώ και η ΝΕΡΙΤ 100 εκατομμύρια ευρώ, είχαν εξοικονομηθεί 200 εκατομμύρια, αντιδιαστέλλοντας ότι η επαπειλούμενη κατάργηση του ΕΚΑΣ είναι για 100 εκατομμύρια ευρώ. 

    Επίσης, ανέφερε, ότι δημόσια ραδιοτηλεόραση υπήρχε όλο αυτό το διάστημα και το ερώτημα, είναι πόσο μπορεί να στοιχίζει και πόσο θα πρέπει να κυριαρχεί στο χώρο των Μέσων Ενημέρωσης, δεδομένων των όσων ακούγονται περί διαδικασιών που θα επιτρέψουν, βάσει και των όσων έχει πει η Κυβέρνηση, να υπάρχουν μόνο ένας ή δύο ιδιωτικοί σταθμοί. 

    Ακολουθεί η συνέντευξη του Σίμου Κεδίκογλου:

    ΚΕΔΙΚΟΓΛΟΥ: Πιστεύω ότι πρέπει να προσγειωθούμε στην πραγματικότητα και να δούμε, πως έχουν τα πράγματα, γιατί βιώνουμε εθνικά το ρητό: ότι ο χρόνος είναι χρήμα με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Σε αυτούς τους τεσσεράμισι μήνες χάσαμε χρόνο, τα δημόσια έσοδα καταβαραθρώθηκαν, οι δημόσιες δαπάνες το ίδιο διάστημα αυξήθηκαν, όμως, και αυτό είναι που κάνει τη συμφωνία πιο δύσκολη. Δηλαδή, ακόμα και το 1% πλεόνασμα που πριν θα ήταν πολύ πιο εύκολος στόχος, το Δεκέμβριο θα ήταν δώρο αν μάς το είχαν κάνει. Το γιατί δεν το είχαν κάνει είναι μεγάλη συζήτηση. 

    Όταν, όμως, εσύ έχεις υποχωρήσει, όταν είσαι ήδη σε έλλειμμα, όταν είσαι ήδη σε ύφεση, όταν έχεις χάσει συμμάχους, όταν ακούγονται στις Βρυξέλλες πράγματα που δεν έχουν ξανακουστεί, κα Μπουσδούκου δεν έχει ξαναγίνει διαρροή επίσημη σχεδόν, ότι ο κ. Γιούνκερ, ο πρόεδρος του Eurogroup λέει «δεν αντέχω άλλο πια». Δεν γίνεται η Αθήνα να ανακοινώνει τριμερή συνάντηση και Παρίσι και Βρυξέλλες μέχρι τελευταία στιγμή να λένε: «δεν ξέρουμε θα δούμε».

    ΜΠΟΥΣΔΟΥΚΟΥ: Πολλοί λένε, όμως, ότι αυτή είναι μία τακτική η οποία ακολουθείται, να σκληραίνουν τη στάση τους και να κορυφώνεται με μία τελικά πιο καλού επιπέδου συνάντηση.

    ΚΕΔΙΚΟΓΛΟΥ: Η διεθνής εικόνα της χώρας μας έχει επιδεινωθεί πάρα πολύ. Θεωρούμαστε στην καλύτερη περίπτωση ασόβαροι απ’ ότι μας λένε. Το λένε ο κ. Γιούνκερ και σειρά άλλων ευρωπαίων αξιωματούχων. Ότι άλλα λένε τη μία μέρα από την ελληνική Κυβέρνηση και άλλα λένε την άλλη, άλλα λένε στις Βρυξέλλες και άλλα λένε στη Βουλή. Λοιπόν, θέλει προσοχή. Να επισημάνω, ότι για να υπάρξει ρύθμιση για το χρέος πρέπει να είναι βέβαιο ότι η ελληνική οικονομία δεν δημιουργεί νέο χρέος. 

    Πρέπει να είναι ισοσκελισμένος ο προϋπολογισμός μας. Γιατί ζητάνε τη ρύθμιση του ασφαλιστικού; Γιατί το ασφαλιστικό είναι πηγή χρέους και πρέπει να το δούμε, εθνικά, είναι χρέος απέναντι στις επόμενες γενιές , πώς θα έχουμε συντάξεις.

    ΜΠΟΥΣΔΟΥΚΟΥ: Με ποιο τρόπο, με την περικοπή των συντάξεων;

    ΚΕΔΙΚΟΓΛΟΥ: Όχι, πρέπει να χρηματοδοτείται, άρα αφού θα πρέπει να χρηματοδοτούμε το ασφαλιστικό μας σύστημα, πρέπει να δούμε από πού θα κόβουμε. Ο ισοσκελισμός του προϋπολογισμού γίνεται με δύο τρόπους: με αύξηση εσόδων, με μείωση δαπανών. Με την αύξηση των φορολογικών εσόδων έχουμε φτάσει στα όριά μας. Πρέπει, λοιπόν, να γίνει με τη μείωση δαπανών.

    Προφανώς, δεν έχουν γίνει αντιληπτά μερικά βασικά πράγματα. Ο χρόνος που περνάει είναι εις βάρος μας. Σε σύγκριση με το Δεκέμβριο είμαστε σε χειρότερη θέση απ’ όλες τις πλευρές, διαπραγματευτικά, οικονομικά, από πλευράς συμμάχων στη διεθνή σκηνή. Έχουν δοκιμάσει κάθε δυνατό τέχνασμα, ακούσαμε για τη Ρωσία, ακούσαμε για την Κίνα, είδαμε επικίνδυνους ερασιτεχνισμούς. 

    Πρέπει, επιτέλους, να καταλάβουν ότι είναι σοβαρά τα πράγματα. Η οικονομία, πέρα από το ότι όλοι οι δείκτες έχουν επιδεινωθεί, είναι και ψυχολογία. Αυτή τη στιγμή η ψυχολογία στην αγορά είναι στο απόλυτο ναδίρ. 

    Να έρθει ξένος επενδυτής στην Ελλάδα, που χρειαζόμαστε, πώς; Το ξέρω, θα είναι μία δύσκολη συμφωνία, το ξέρω ότι θα είναι χειρότερη από τη συμφωνία που μπορούσε να είχε επιτευχθεί το Δεκέμβριο, ο λόγος που δεν επιτεύχθηκε το Δεκέμβριο ήταν ότι με δεδομένη τη διενέργεια εκλογών οι δανειστές αποφάσισαν, ότι θέλουν να κλείσουν συμφωνία με την επόμενη Κυβέρνηση. 

    Δυστυχώς, τη μεγάλη ευκαιρία την έχασαν στις 20 Φεβρουαρίου. Τότε θα μπορούσαν να είχαν κλείσει μία καλύτερη συμφωνία, ίσως καλύτερη και από το mail Χαρδούβελη, όμως, αυτοί οι μήνες έχουν γυρίσει εις βάρος μας.

    ΜΠΟΥΣΔΟΥΚΟΥ: Πώς είναι για εσάς να βλέπετε και πάλι να λειτουργεί η ΕΡΤ;

    ΚΕΔΙΚΟΓΛΟΥ: Το ξέρω ότι έχει προσωποποιηθεί επάνω μου η κυβερνητική επιλογή. Ήμουνα αρμόδιος Υπουργός, εγώ θέλω να επισημάνω: πρώτον νομοθετικά η νέα ΕΡΤ είναι απόλυτα υπόλογη στον Υπουργό Επικρατείας σε αντίθεση με τη ΝΕΡΙΤ, η οποία είχε ένα ανεξάρτητο εποπτικό συμβούλιο, συνεπώς ο ομφάλιος λώρος υπάρχει ακόμα πιο ενισχυμένος. 

    Θέλω να επισημάνω ότι η παλιά ΕΡΤ είχε προϋπολογισμό 300 εκατομμύρια ευρώ και η ΝΕΡΙΤ 100 εκατομμύρια ευρώ, είχαν εξοικονομηθεί 200 εκατομμύρια και η επαπειλούμενη κατάργηση του ΕΚΑΣ είναι για 100 εκατομμύρια ευρώ. Θέλω να επισημάνω, επίσης, ότι την ίδια στιγμή στο χώρο των Μέσων Ενημέρωσης ακούγονται μέτρα και διαδικασίες, που θα επιτρέψουν, η ίδια η κυβέρνηση το έχει πει, να υπάρχουν μόνο ένας ή δύο ιδιωτικοί σταθμοί.

     Η δημόσια ραδιοτηλεόραση υπήρχε όλο αυτό το διάστημα το ερώτημα είναι πόσο μπορεί να στοιχίζει και πόσο θα πρέπει να κυριαρχεί στο χώρο των Μέσων Ενημέρωσης.