ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
  • ΓΕΝΙΚΑ

    1. Η συνταγματική προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, που εισήγαγε η Ε΄ αναθεωρητική Βουλή και έτυχε θερμότατης υποδοχής από όλα σχεδόν τα μέλη της εθνικής αντιπροσωπείας, απετέλεσε πράγματι μια από τις σπουδαιότερες καινοτομίες του καταστατικού χάρτη της χώρας. Με την ενέργειά του αυτή ο συντακτικός νομοθέτης του 1975, ευαίσθητος και γνώστης των οικολογικών προβλημάτων, έθεσε τα θεμέλια για μια ουσιαστικότερη προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και αναβάθμιση της ποιότητας ζωής, μέσω μιας αρμονικής και ισόρροπης κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης, η οποία θα λαμβάνει πάντα υπόψη της και θα συνυπολογίζει την οικολογική διάσταση και θα ενδιαφέρεται για τη διατήρηση και ανόρθωση των δασών που κατά τη διάρκεια του ελεύθερου βίου της χώρας μας, υπηρέτησαν το λαό, κατά διαφόρους τρόπους.
    Κατά την πρώτη, μετά την απελευθέρωση, περίοδο, τα δάση χρησιμοποιούνταν για την άντληση υλογενών αγαθών και για βοσκή, ενώ ένα μέρος τους, αφού εκχερσώθηκε, μετατράπηκε σε γεωργική γη. Με την έναρξη του εικοστού αιώνα και κυρίως από τη δεύτερη 10ετία αυτού, που δημιουργείται το Υπουργείο Γεωργίας, εισάγεται η αρχή της αειφορίας ως προϋπόθεση για την εκμετάλλευση των δασών. Στη δεκαετία του 40, λόγω του πολέμου, της κατοχής και του επακολουθήσαντος εμφυλίου, πολλά δάση υλοτομήθηκαν άναρχα και το ξύλο τους διατέθηκε στην αγορά για να εξασφαλισθεί ο επιούσιος των κατοίκων των περιοχών αυτών. Από το άλλο μέρος πολλές γεωργικές εκτάσεις που μένουν ακαλλιέργητες, αποκτούν τα χαρακτηριστικά δασικών εκτάσεων και μετά τη λήξη του εμφυλίου επανακαλλιεργούνται. Η περίοδος των δεκαετιών 60 και 70 χαρακτηρίζεται από την επαναφορά της αειφόρου εκμετάλλευσης των δασών, την αύξηση της παραγωγής, αλλά και την άσκηση πιέσεων προς τα δάση για οικιστικές και βιομηχανικές χρήσεις, γύρω από έντονα αναπτυσσόμενες περιοχές. Από την δεκαετία του 80, η δασοπονία εισέρχεται πλέον σε νέα φάση, η οποία χαρακτηρίζεται από την αναγνώριση του πολλαπλού ρόλου των δασών για ανάπτυξη και περιβαλλοντική προστασία, με κύριες χρήσεις την αναψυχή, την παραγωγή ξύλου και συμπληρωματικών προϊόντων, τον ορεινό τουρισμό, τη βόσκηση, τις περιβαλλοντικές λειτουργίες και την προστασία του εδάφους, της βιοποικιλότητας και των γενετικών πόρων.

    Το Σύνταγμα του 1975, εμφορούμενο από τις παραπάνω αντιλήψεις για το δάσος και το φυσικό περιβάλλον, διέλαβε για πρώτη φορά διατάξεις που θεσπίζουν προστατευτικό καθεστώς για τα δάση και τις εν γένει δασικές εκτάσεις (άρθρα 24 παρ.1 και 117 παρ. 1 έως 4). Δια των διατάξεων αυτών:
    • Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, το οποίο υποχρεώνεται να λαμβάνει ιδιαίτερα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα για τη διαφύλαξη του.
    • Ανατίθεται στον νομοθέτη να θεσπίσει, στα πλαίσια οργάνωσης της δασοπροστασίας, τους αναγκαίους κανόνες και τα ειδικότερα μέτρα, που θα προστατεύουν αποτελεσματικά τα δάση.
    • Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δημοσίων δασών και των δημοσίων δασικών εκτάσεων, η οποία αντιμετωπίζεται πλέον ως όλως εξαιρετικό μέτρο και μόνο εφόσον προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη χρήση που επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον.
    • Καθίσταται υποχρεωτική η κήρυξη ως αναδασωτέων των δασών και δασικών εκτάσεων που καταστρέφονται συνεπεία πυρκαϊάς ή άλλης αιτίας και απαγορεύεται η διάθεσή τους για άλλο προορισμό.
    • Επιτρέπεται την αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων μόνο υπέρ του δημοσίου, διατηρούμενης αμετάβλητης της μορφής τους
    • Επιτρέπεται η κατάργηση και η ρύθμιση ιδιόρρυθμων εμπράγματων σχέσεων (όπως εν προκειμένω η διακατοχή) και
    • Διευκρινίζεται ότι η αγροτική νομοθεσία που διατηρείται σε ισχύ, δεν αντίκειται στις θεσπιζόμενες συνταγματικές διατάξεις.

    Ο νομοθέτης συμμορφούμενος με το θεσπισθέν συνταγματικό πλαίσιο και έχοντας υπόψη την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά την προπολεμική, την πολεμική και τη μεταπολεμική περίοδο, προσπάθησε με το ν. 998/1979, να εναρμονίσει την προστασία των δασών και των εν γένει δασικών εκτάσεων ως στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος, αφενός μεν με τα άλλα εκ του συντάγματος προστατευόμενα δικαιώματα και αφετέρου με το γενικότερο δημόσιο συμφέρον. Στα πλαίσια αυτά ανήγαγε τα δάση και τις εν γένει δασικές εκτάσεις σε εθνικό κεφάλαιο, του οποίου η προστασία αποτελεί υποχρέωση, τόσο των κρατικών οργάνων κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων τους, όσο και των πολιτών και αποσαφήνισε ότι η άσκηση του οποιουδήποτε ιδιωτικού δικαιώματος δεν μπορεί να ενεργείται κατά παράβαση της παρεχόμενης από το Σύνταγμα προστασίας, παρά μόνο κατ΄ εξαίρεση οριζόμενη από το νόμο και μόνο μέσα στα όρια αυτής της εξαίρεσης.

    Είναι γενικά αποδεκτή η άποψη ότι η κατά τα ανωτέρω καταστρωθείσα δασοπροστασία, τόσο από το συντακτικό, όσο και από τον κοινό νομοθέτη, ήταν, κατά το μάλλον ή ήττον, επιτυχής, σε τρόπο ώστε να μην υπάρχει ουσιώδης λόγος που να υπαγορεύει τη μεταρρύθμισή του. Η αναζήτηση όμως της νομικής γνησιότητας του θεσπισθέντος νομοθετικού πλαισίου, τόσο από την εκτελεστική όσο και τη δικαστική λειτουργία, είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν κατά την πρακτική εφαρμογή του προβλήματα, που κατέστησαν αναγκαία την πρόσφατη αναθεωρητική επέμβαση του συντακτικού νομοθέτη.
    Οι γενεσιουργές αιτίες αυτών των προβλημάτων οφείλονται κυρίως:
    α) Στο γεγονός, ότι η 159140/1077/12.3.80 διαταγή του Υπουργού Γεωργίας, που συνόδευσε, ως διευκρινιστική εγκύκλιος, το ν. 998/79, όρισε ως μοναδικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δάσους ή δασικής, την ύπαρξη σε αυτή αγρίων ξυλωδών φυτών, των οποίων οι κόμες σε κάθετη προβολή επί του εδάφους καλύπτουν πλέον του 15% της επιφανείας του, ενώ κατά την πραγματική έννοια του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως αυτή ερμηνεύτηκε από το Α.Ε.Δ. του άρθρου 100 του Συντάγματος με την 27/1999 απόφασή του, το κριτήριο είναι η ύπαρξη δασογενούς περιβάλλοντος. Πέραν τούτου έκανε εξαιρετικά περιορισμένη τη δυνατότητα χαρακτηρισμού μιας έκτασης ως μη δασικής, αφού στον κατάλογο των δασικών ειδών περιέλαβε όλους σχεδόν τους πολυετείς θάμνους, ακόμα και αυτούς που δεν παράγουν δασικά προϊόντα και χαρακτηρίζονται ως φρύγανα και
    β) Στη διατύπωση της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του Συντάγματος, που έθετε τα μη δημόσια δάση υπό καθεστώς απολύτου προστασίας, εν αντιθέσει προς τα δημόσια, πράγμα που είχε ως συνέπεια να αντιμετωπίζονται όλες οι σχετικές διατάξεις του ΣΤ κεφαλαίου του ν. 998/1979 ως αντικείμενες στο Σύνταγμα ως προς το σημείο αυτό.

    Με την τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 24 παράγραφος 1 του Συντάγματος και την ερμηνευτική δήλωση που τη συνοδεύει, ήρθησαν εν μέρει οι εμπλοκές που δημιούργησαν το λεγόμενο "δασικό πρόβλημα". Συγκεκριμένα με την παραπάνω διάταξη:
     Ανάγεται σε υποχρέωση του κράτους και δικαίωμα του καθενός η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος και υποχρεώνεται το κράτος να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα για τη διαφύλαξή του, στα πλαίσια της αρχής της αειφορίας.
     Τίθεται γενικός προστατευτικός κανόνας για την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων, ως στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος, ανεξαρτήτως ιδιοκτησίας, ο οποίος ως εξαιρετικό μέτρο κάμπτεται μόνο όταν προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη χρήση που επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον.
     Θεσπίζεται η υποχρέωση του κράτους για την κατάρτιση Δασολογίου και τέλος
     Με την ερμηνευτική δήλωση προσδιορίζονται οι έννοιες του δάσους και της δασικής έκτασης.

    Πρέπει να σημειωθεί ότι, ο εισαχθείς, με την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 24 του Συντάγματος ορισμός του δάσους και της δασικής έκτασης, που είναι ταυτόσημος με τους αντίστοιχους ορισμούς της δασολογικής επιστήμης, δεν προσφέρεται όπως είναι φυσικό για «νομική χρήση» αφού οι χρησιμοποιούμενοι από την επιστήμη της δασικής οικολογίας όροι όπως, «οργανικό σύνολο, αμοιβαία αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση, αναγκαία επιφάνεια, δασοβιοκοινότητα, δασογενές περιβάλλον, αραιά βλάστηση», αποτελούν όρους νομικά απροσδιόριστους και ως εκ τούτου χρήζουν αποσαφήνισης και εξειδίκευσης. Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι απόφαση Διοικητικού Πρωτοδικείου , εκδοθείσα επί προσφυγής κατά απόφασης κατεδάφισης κτίσματος επί δασικής εκτάσεως, από το σκεπτικό της οποίας προκύπτει γλαφυρή η αναγκαιότητα της εν λόγω εξειδίκευσης. «Έτσι γίνεται χρήση υπό του νομοθέτου όρων, όπως σποραδική, αραιή, πενιχρή κάλυψη, οργανική ενότης, προσφορά δασικών προϊόντων, συμβολή στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας και εξυπηρέτηση της διαβιώσεως του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος, χωρίς να εξειδικεύονται οι όροι αυτοί. Είναι δε επιβεβλημένη η εξειδίκευσή τους, καθ΄όσον, όπως προαναφέρθηκε, πρόκειται περί αορίστων νομικών εννοιών, εμπειρικού και αξιολογικού χαρακτήρος.»
    Παρίσταται έτσι ανάγκη να εξειδικευτούν, σύμφωνα με τους κανόνες και τα πορίσματα της δασολογικής επιστήμης, οι ορισμοί που εισήγαγε η συνταγματική αναθεώρηση, σε τρόπο ώστε να είναι πρακτικά και κατά τρόπο ενιαίο εφαρμόσιμοι κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων.

    2. Ο χειρισμός δασοπολιτικών προβλημάτων, προϋποθέτει τη γνώση των κανόνων κάτω από τους οποίους λειτουργούν τα δασικά οικοσυστήματα, των κανόνων της αειφορικής δασοπονίας και της άσκησης των δασοπονικών οικονομικών δραστηριοτήτων με ταυτόχρονη προστασία του περιβάλλοντος. Χωρίς αυτή τη γνώση οι χειρισμοί των δασοπολιτικών προβλημάτων δεν έχουν ελπίδες επιτυχούς αντιμετώπισης. Κατά την πρακτική εφαρμογή των επιστημονικών γνώσεων και των σχετικών διαδικασιών για τη διασφάλιση του αειφορικού και πολυλειτουργικού ρόλου των δασών, που εισήχθη στη νομοθεσία που διέπει την ελληνική δασοπονία, κυρίως με τις διατάξεις των άρθρων 70 επ. του δασικού Κώδικα (ν. 4173/1929), αναπτύσσονται κατά κανόνα αντικρουόμενα συμφέροντα μεταξύ του δάσους και της ανθρώπινης κοινωνίας ή των πολιτών. Η δασική πολιτική οφείλει να επιλύσει τέτοιες αντιθέσεις, με κριτήριο τη διατήρηση και την αειφορική διαχείριση του δάσους και την εξασφάλιση του πολυλειτουργικού ρόλου του. Με την έννοια αυτή η δασική πολιτική ενδιαφέρεται για το κοινωνικό σύνολο και την ευημερία του, όσο αυτή εξαρτάται ή επηρεάζεται από τα δάση και τους δασικούς πόρους γενικότερα.
    Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις συνεπώς, πρέπει να αντιμετωπίζονται ως στοιχείο ισορροπίας του περιβάλλοντος, λόγω των προστατευτικών λειτουργιών, όπως η προστασία του εδάφους από τη διάβρωση, η δίαιτα των υδάτων, η απορρόφηση των επικίνδυνων ρυπαντών της ατμόσφαιρας και ο εμπλουτισμός της με οξυγόνο και η διατήρηση της χλωρίδας, της πανίδας και της βιοποικιλότητας των ειδών και των οικοσυστημάτων.
    Είναι δεδομένο ότι θα υπάρχουν πάντοτε περιπτώσεις που για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος θα απαιτηθεί να θυσιαστεί δασική γη. Με δεδομένες τις περιβαλλοντικές λειτουργίες τις οποίες τα δάση και οι δασικές εκτάσεις ασκούν, την μεγάλη γεωγραφική, διαχρονική και κοινωνική εμβέλεια των λειτουργιών αυτών, αλλά και τον άμεσο και έμμεσο επηρεασμό της οικονομίας και της ζωής των ευρύτερων περιοχών από τις λειτουργίες αυτές, η αλλαγή χρήσης των δασών είναι ανάγκη να διέπεται αυστηρά από την αρχή του δημοσίου συμφέροντος.

    3. Η δασική ιδιοκτησία στη χώρα μας, ρυθμίστηκε κατά τις επιμέρους απελευθερώσεις από τις σχετικές συνθήκες και τα πρωτόκολλα που συνετάγησαν σε εκτέλεσή τους, αλλά και από τους σχετικούς νόμους, που κύρωσαν τα συμφωνηθέντα. Έτσι, διακρίνουμε διαφοροποιήσεις κατά εδαφικές ενότητες, που οφείλονται στις διαφορετικές ρυθμίσεις που έγιναν κατά περιοχή. Οι ενότητες αυτές είναι:
    • α) Οι εκτάσεις που πρώτες προέκυψαν μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, οι αποκαλούμενες και εκτάσεις του Παλαιού Βασιλείου (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Κυκλάδες, Εύβοια, Φθιώτιδα).
    • β) Οι εκτάσεις των περιοχών Θεσσαλίας, Ιωαννίνων και Άρτας.
    • γ) Οι εκτάσεις των περιοχών Μακεδονίας και Θράκης.
    • δ) Οι εκτάσεις των Ιόνιων Νήσων.
    • ε) Οι εκτάσεις της Κρήτης.
    • στ) Οι εκτάσεις των Δωδεκανήσων και
    • ζ) Οι εκτάσεις του λεγόμενου Κάτω Θηβαϊκού Πεδίου.
    Στα χρόνια που μεσολάβησαν από την απελευθέρωση των διαφόρων περιοχών της χώρας μας μέχρι σήμερα, διαμορφώθηκαν, κυρίως με νομοθετικές ή διοικητικές επεμβάσεις, αλλοιώσεις στις αρχικές ρυθμίσεις, που δημιουργούν σύγχυση στην γαιοϊδιοκτησία της χώρας επί των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων.
    Χαρακτηριστική περίπτωση μιας τέτοιας αλλοίωσης, είναι η εισαχθείσα με το Διάταγμα της 17/29 Νοεμ. 1836 - που είναι το πρώτο σχετικό με την ιδιοκτησία επί δασών, νομοθέτημα του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους - έννοια του «διακατεχόμενου» δάσους. Όπως ορθά παρατηρεί ο Ευθύμιος Κουρουσόπουλος στο σχετικό σύγγραμμά του, (ΔΑΣΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΙΣ, Αθήνα 1978) « η έννοια του ¨διακατεχομένου δάσους¨ φαίνεται ότι οφείλει την καταγωγή της εκ του άρθρου 3 του Διατάγματος της 17/19 Νοεμβρίου 1836 ¨περί ιδιωτικών δασών¨. Κατά τα εδ. 3, 4 και 5 του ως άνω άρθρου η Γραμματεία επί των Οικονομικών θα ήλεγχε τους προσαχθέντες εντός έτους παρά των διεκδικούντων δικαιώματα επί δασών τίτλους και εφόσον ήθελε εύρει τούτους εγκύρους και νομίμους, θα παρέδιδε την κατοχήν εις τους αναγνωριζομένους ως ιδιοκτήτας. Εφόσον δι’ έλλειψιν νομίμων αποδείξεων ήθελε απορρίψει τας αιτήσεις, θα παρέπεμπε τας προβληθείσας αξιώσεις εις τα αρμόδια δικαστήρια. Εις την τελευταίαν ταύτην περίπτωσην, ορίζεται ότι ¨μέχρι της τελειωτικής δικαστικής αποφάσεως¨ εν σχέσει προς την κυριότητα του διεκδικουμένου δάσους, η διακατοχή του διαφιλονικουμένου δάσους δεν αφαιρείται από τον διακατέχοντα και διεκδικούντα τούτο αλλ’ εξακολουθεί παραμένουσα αυτώ.»
    Μία άλλη χαρακτηριστική περίπτωση αλλοίωσης, είναι η πρακτική που εφαρμόζεται σε σχέση με το μαχητό τεκμήριο κυριότητας που επέβαλε το παραπάνω Διάταγμα. Παρά το γεγονός ότι προϋπόθεση για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του Διατάγματος είναι το διεκδικούμενο να ήταν δάσος προ του 1836 (Α.Π. 192/1932, 575/1967), εν τούτοις με διάφορες νομοθετικές ρυθμίσεις και διοικητικές μεθοδεύσεις, το υπέρ του Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας, κατέληξε στην πράξη λειτουργεί με τη λογική, ότι όποια έκταση έχει δασική βλάστηση ανήκει κατά μαχητό τεκμήριο στο Δημόσιο, εκτός αν υπήρξε διοικητική αναγνώριση (μέσω Συμβουλίου Ιδιοκτησίας Δασών και απόφασης Υπουργού) ή τελεσίδικη απόφαση δικαστηρίων σε αντιδικία με το Δημόσιο. Οι πρακτικές συνέπειες αυτής της λογικής είναι πολλές. Αναφέρεται ενδεικτικά ότι γίνεται εφαρμογή του τεκμηρίου σε μικροεκτάσεις που έχουν μεν δασική βλάστηση, αλλά βρίσκονται μέσα σε ευρύτερες γεωργικές περιοχές, στις οποίες βέβαια, ποτέ το Δημόσιο δεν είχε δασική ιδιοκτησία.
    Αποτέλεσμα της κατά τα ανωτέρω διαμορφωθείσας κατάστασης είναι η έγερση διαρκών και συνεχών αμφισβητήσεων, τόσο επί του ιδιοκτησιακού καθεστώτος από το οποίο αυτές διέπονται, όσο και επί του δασικού χαρακτήρα των εκτάσεων, ο οποίος συνδέεται άμεσα με την εφαρμογή του τεκμηρίου. Η επίλυση των ιδιοκτησιακών διαφορών είτε με τη διοικητική αναγνώριση μέσω του Συμβουλίου Ιδιοκτησίας Δασών (Σ.Ι.Δ.), είτε με τη δικαστική διαδικασία μέσω των τακτικών δικαστηρίων, είναι υπόθεση ιδιαίτερα χρονοβόρα που σε πολλές περιπτώσεις διαρκεί και πέραν της 15ετίας, με αποτέλεσμα οι υπηρεσίες και τα δικαστήρια να βρίσκονται σε συνεχή και ατέρμονη απασχόληση, όταν η τελική επίλυση της αμφισβήτησης απαιτεί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.

    Οι μέχρι σήμερα νομοθετικές ρυθμίσεις, δεν οδήγησαν στην ουσιαστική αντιμετώπιση της υφιστάμενης κατάστασης, καθόσον:
    • α) Ο ν. 248/1976 «Περί φύλλου καταγραφής, Μητρώου ιδιοκτησίας και οριοθεσίας των δασικών εκτάσεων και προστασίας των δημοσίων δασικών εκτάσεων» (Α 6), δεν οδήγησε στην κατάρτιση δασικού κτηματολογίου. Οι ρυθμίσεις αυτού του νόμου, ενώ δεν προσέφεραν σχεδόν τίποτε στην επίλυση του ιδιοκτησιακού θέματος, είχαν ως αποτέλεσμα την προσθήκη νέων προβλημάτων στο ήδη περίπλοκο θέμα της δασικής ιδιοκτησίας.
    • β) Ο ν. 998/1979 δεν αντιμετώπισε συστηματικά το ιδιοκτησιακό θέμα των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων και στις ελάχιστες περιπτώσεις ρυθμίσεως τέτοιου είδους θεμάτων (π.χ. ρητινευόμενα δάση, αναδασωθέντες αγροί, κ.λ.π.) διέλαβε διατάξεις περίπλοκες, χρονοβόρες και δύσκαμπτες, με αποτέλεσμα οι περισσότερες από αυτές να μείνουν αδρανείς. Πέραν τούτου, δεν διέλαβε μεταβατικής ισχύος διατάξεις για την περαίωση υποθέσεων που ευρίσκοντο σε εξέλιξη με τις προϊσχύουσες δασικές διατάξεις (π.χ. παραχωρήσεις).
    Ο ίδιος νόμος, ενώ έθετε ως προϋπόθεση για την εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεών του, τον καθορισμό του δασικού χώρου, εισάγοντας τον καινοφανή όρο «Δασολόγιο», δεν προέβλεψε μία σύντομη, εφικτή και πρακτικά εφαρμόσιμη διαδικασία για την επίτευξη του παραπάνω σκοπού, με αποτέλεσμα οι σχετικές διατάξεις του να μείνουν ανενεργές επί όλο αυτό το χρονικό διάστημα.
    Λόγω των αναφερομένων αδυναμιών των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας και ειδικότερα του ν. 248/1976 και δεδομένου ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η κατάρτιση του εθνικού κτηματολογίου της χώρας, στο οποίο εντάσσονται και οι δασικές εν γένει εκτάσεις, ορθά περιελήφθησαν στο νόμο 2664/1998 (ΦΕΚ 275 Α) «Εθνικό κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις», οι διατάξεις των άρθρων 27 και 28, με τις οποίες καταργήθηκαν οι διατάξεις του ν. 248/1976 και εισήχθη ένα νέο σύστημα ρυθμίσεων, που οδηγεί στον καθορισμό του δασικού χώρου κατά τρόπο ακριβή, αντικειμενικό και οριστικό και την επίλυση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, για την οποία αρμόδια καθίστανται τα τακτικά δικαστήρια, που δικάζουν με σύντομη ειδική διαδικασία.

    4. Με βάση το κατά τα ανωτέρω διαμορφωθέν Συνταγματικό πλαίσιο και τις θεωρήσεις της δασολογικής επιστήμης και λαμβάνοντας υπόψη ότι το μαχητό τεκμήριο κυριότητας του δημοσίου επί των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων δεν είναι νοητό να επεκτείνεται και επί των αγρών που απέκτησαν δασική βλάστηση λόγω εγκατάλειψης της καλλιέργειάς τους, επιχειρείται η κατάλληλη αναμόρφωση της δασικής εν γένει νομοθεσίας. Κύριος στόχος του νομοσχεδίου, το οποίο είναι εκτελεστικό του αναθεωρημένου άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος και εξειδικεύει τις νέες ρυθμίσεις του, είναι ο προσδιορισμός του δασικού χώρου και η αναγνώριση της ιδιαίτερης κατάστασης και κατηγορίας κάθε δασικής έκτασης, με την εξειδίκευση του ορισμού και την κατάρτιση του Δασολογίου, η αντιμετώπιση χρόνιων προβλημάτων και η επίλυση υφιστάμενων αμφισβητήσεων, σε τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατή και να τίθεται υπό έλεγχο η εφαρμογή των μέτρων και ενεργειών που απορρέουν από τις διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος και του δασικού κώδικα.

    Με τις προτεινόμενες διατάξεις και τις διατάξεις των άρθρων 27 και 28 του ν. 2664/1998, όπως αυτές αναμορφώνονται και τροποποιούνται, επιδιώκεται ο προσδιορισμός του δασικού χώρου και η επίλυση του ιδιοκτησιακού θέματος με την επόμενη διαδικασία :
     Ορίζεται ως απώτερος χρόνος αναδρομής στο παρελθόν η παλαιότερη αεροφωτογράφηση που καλύπτει ολόκληρη τη χώρας (1945) και μόνο σε περιπτώσεις που η εν λόγω αεροφωτογραφία, λόγω ποιότητας δεν είναι ευκρινής, καθώς και στην περίπτωση των δασωθέντων αγρών χρησιμοποιείται και η αεροφωτογραφία του έτους 1960. Οι πρακτικοί λόγοι που υπαγορεύουν αυτή την πρόταση είναι οι επόμενοι:
     Δεν υπάρχουν ακριβή και ασφαλή στοιχεία για τις εκτάσεις που καλύπτονταν από δάση και δασικές εκτάσεις, κατά τις διαδοχικές περιόδους απελευθέρωσης της χώρας μας. Πολύ περισσότερο δεν υπάρχουν ασφαλή χαρτογραφικά στοιχεία.
     Η πρώτη αεροφωτογράφιση της χώρας έγινε κατά το έτος 1945, σε κλίμακα που εγγίζει το 1: 45.000 και ποιότητα μέτρια έως κακή και ως εκ τούτου δεν προσφέρεται πάντα για ασφαλείς παρατηρήσεις μικροεκτάσεων, αφού το ένα τετραγωνικό χιλιοστό επί της φωτογραφίας αντιστοιχεί με έκταση 2.000 τετραγωνικών μέτρων επί του εδάφους και το ένα τετραγωνικό εκατοστό με έκταση περίπου 200 στρεμμάτων.
     Με βάση τις παραπάνω αεροφωτογραφίες και τη σημερινή μορφή, καταρτίζεται ο δασικός χάρτης των εκτάσεων του Νομού και το Δασολόγιο. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι δασικοί χάρτες που καταρτίστηκαν ή βρίσκονται σε στάδιο κατάρτισης δεν θα επανακαταρτισθούν αφού προβλέπεται διαδικασία διόρθωσης, σύμφωνα με τις πράξεις που θα εκδοθούν από τις δασικές υπηρεσίες κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 11, 12, 17 και 21 του παρόντος νόμου και των λοιπών διατάξεων της δασικής νομοθεσίας.
     Καταγράφονται με λεπτομέρεια όλες οι περιπτώσεις νόμων, διαταγμάτων και αποφάσεων που ρύθμισαν ιδιοκτησιακά ζητήματα και αίρονται οι επ’ αυτών αμφισβητήσεις.
     Η διερεύνηση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί δασών και δασικών εκτάσεων γίνεται από τις υπηρεσίες του εθνικού κτηματολογίου, στη διάθεση των οποίων τίθεται τόσο ο δασικός χάρτης, όσο και το ιδιοκτησιακό αρχείο των δασικών υπηρεσιών.
     Οι ενδιαφερόμενοι, εφόσον έχουν ήδη τα προβλεπόμενα από το νόμο δικαιολογητικά, εγγράφονται ως ιδιοκτήτες. Στην αντίθετη περίπτωση, το αίτημά τους απορρίπτεται ή εφόσον εμπίπτουν στις ρυθμίσεις του δασικού νόμου, παραπέμπονται στο αρμόδιο όργανο για να κριθεί η αξίωσή τους.
     Λαμβάνεται ειδική μέριμνα για τη συντόμευση της δικαστικής διαδικασίας, αφού με τις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 2664/1998 ορίστηκε ότι τα αρμόδια τακτικά δικαστήρια θα εκδικάζουν τις σχετικές υποθέσεις με τη διαδικασία του άρθρου 270 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
     Οι διάσπαρτες μέσα στον ευρύτερο αγροτικό χώρο δασικές εκτάσεις δεν αμφισβητούνται ιδιοκτησιακά από το δημόσιο, εφόσον αποτελούν μέρη αγροκτημάτων και υφίστανται τίτλοι προ του 1946.
     Στις περιοχές που θα καταρτισθεί ο δασικός χάρτης και θα υπάρξει το ιδιοκτησιακό ξεκαθάρισμα, θα καταργείται η αρμοδιότητα των συλλογικών ή ατομικών οργάνων (Δασάρχης, Επιτροπές, ΣΙΔ, κ.λ.π.) για την κρίση ιδιοκτησιακών υποθέσεων και θεμάτων χρήσης.
     Από του σημείου αυτού, οποιαδήποτε αναγνώριση εμπραγμάτων δικαιωμάτων θα αποτελεί αρμοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων.

    Με τις παραπάνω διαδικασίες που καθιερώνονται, επιδιώκεται η επιβολή τάξης και η αντιμετώπιση των προβλημάτων κατά τρόπο που δεν θα ζημιώνει το δάσος και δεν θα δημιουργεί αδικίες. Διότι με τις διαδικασίες αυτές θα αποκαλυφθούν όλες οι δασικές εκτάσεις που άλλαξαν χρήση, οπότε θα είναι πλέον εύκολο να ελεγχθεί ποιες από αυτές είναι νόμιμες και ποιες παράνομες.
    Γίνεται έτσι φανερό ότι με το σχέδιο νόμου επιχειρείται η προσαρμογή των επί μέρους διατάξεων της δασικής νομοθεσίας προς τις συνταγματικές διατάξεις και αντιμετωπίζονται στο μέτρο του δυνατού, χρονίζοντα προβλήματα που απασχολούν τη διοίκηση και τους πολίτες.

    ΕΙΔΙΚΑ

    Με το άρθρο 1: Τροποποιούνται οι διατάξεις του ν. 998 / 1979, ώστε να εναρμονιστούν με τις ισχύουσες νέες συνταγματικές διατάξεις.

    Συγκεκριμένα:

    Παράγραφοι 1-2.
    Ο ορισμός του δάσους και της δασικής έκτασης, που περιλαμβάνεται στην ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 24 του Συντάγματος, προέρχεται από τη σχετική νομολογία του ΑΕΔ (απόφαση 27/1999) και είναι κατ’ ουσία ταυτόσημος με το σχετικό ορισμό της δασικής οικολογίας. Οι εννοιολογικοί όροι της εν λόγω επιστήμης, δεσπόζουν στην ως άνω ερμηνευτική δήλωση, ως αυστηρές επιστημονικές έννοιες (δασοβιοκοινότητα, δασογενές περιβάλλον, κλπ) και τελούν σε προσδιοριστική κρίσιμη σχέση, με την έννοια της αναγκαίας επιφάνειας του εδάφους.
    Ανακύπτει συνεπώς υπό το ανωτέρω δεδομένο της Συνταγματικής αναθεώρησης, η ανάγκη εξειδίκευσης των προαναφερόμενων εννοιολογικών – επιστημονικών γενικών όρων, προκειμένου οι κρίσιμοι ορισμοί του δάσους και της δασικής έκτασης να προσλάβουν την πλήρη νοηματική τους καθαρότητα και να καταστούν, εκ του ασφαλούς, εφαρμόσιμοι με γενικά, ενιαία και αντικειμενικά κριτήρια. Με την εξειδίκευση των τεχνικών και βιολογικών εννοιών, που είναι άλλωστε συμβατή με τη συνταγματική θεωρία και τη νομοθετική πρακτική, εκπληρώνεται ταυτόχρονα και η ανάγκη της προσαρμογής της δασικής νομοθεσίας στις θεμελιώδεις έννοιες του δάσους και της δασικής έκτασης (βλ. και Ε. Βενιζέλου: Το Αναθεωρητικό Κεκτημένο, σελ. 190-191).
    Για την επιχειρούμενη με το νομοσχέδιο εξειδίκευση και αποσαφήνιση των εννοιολογικών όρων της επιστήμης που περιέχονται στην ερμηνευτική δήλωση, ελήφθησαν υπόψη τα επόμενα:
    α). Η σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά την οποία το Σύνταγμα παραπέμπει στην επιστημονική έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης. «Το Σύνταγμα, προστατεύον δια του άρθρου 24 το δάσος και τις δασικές εκτάσεις, παραπέμπει εις την επιστημονικήν έννοιαν των εδαφικών τούτων οικοσυστημάτων προς την οποίαν υποχρεούται να συμμορφωθεί και ο νομοθέτης, κατά την ειδικωτέραν οργάνωσιν της συνταγματικής προστασίας » .
    β). Ο σχετικός ορισμός της Δασικής Οικολογίας ως κλάδου της δασολογικής επιστήμης, κατά τον οποίο, για να χαρακτηριστεί μια περιοχή ή ένα τμήμα της επιφάνειας της γης ως δάσος θα πρέπει να καλύπτεται εν όλω ή σποραδικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιονδήποτε διαστάσεων και οποιασδήποτε ηλικίας και ότι τα άγρια αυτά ξυλώδη φυτά πρέπει να βρίσκονται σε τέτοια μεταξύ τους απόσταση και αλληλεπίδραση, ώστε να αποτελούν οργανική ενότητα. Πλέον συγκεκριμένα:
    • το δάσος αποτελείται από δένδρα και θάμνους «που συζούν πάνω σε μια μεγάλη επιφάνεια σε στενή κοινωνική σχέση μεταξύ τους και σε τόση απόσταση, ώστε με τη συγκόμωσή τους να δημιουργούν ένα ξεχωριστό περιβάλλον – το δασογενές περιβάλλον – και μαζί με άλλα είδη από το φυτικό και ζωικό βασίλειο, δημιουργούν μια ξεχωριστή βιοκοινότητα την οποία ονομάζουμε δασοβιοκοινότητα και αν λάβουμε υπόψη μας και τον βιότοπο την ονομάζουμε δασική βιογεωκοινότητα ή δασικό οικοσύστημα» . Βλέπε και αντίστοιχο ορισμό καθηγητή Χρ. Μουλόπουλου .
    • το «χαρακτηριστικό γνώρισμα των δασικών οικοσυστημάτων είναι η κατακόρυφη δομή τους, ( η ύπαρξη πολλών ορόφων). Το μεγάλο ύψος των δασικών δένδρων επιτρέπει τη συνύπαρξη στον ίδιο χώρο δένδρων, θάμνων και άλλων φυτών διαφόρου ύψους» .
    • «η ελάχιστη έκταση του δάσους είναι πάντοτε μεγαλύτερη της έκτασης της δασοσυστάδας» και «η μικρή δασοσυστάδα έχει εμβαδόν 0,3 εκτάρια περίπου μέχρι 3 εκτάρια» ή κατ’ άλλους 0,3 εκτάρια έως 1 εκτάριο .

    Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος και τη σχετική ερμηνευτική δήλωση που τη συνοδεύει, «ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό, πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική δε έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά.».
    Ο εν λόγω ορισμός, διαμορφώθηκε, τόσο με βάση τα επιστημονικά δεδομένα της δασικής οικολογίας, όσο και την, κατά το Σύνταγμα (άρθρο 17), παρεχόμενη προστασία στην εξατομικευμένη ακίνητη ιδιοκτησία, στην οποία ο επιβαλλόμενος χαρακτηρισμός της, ως δάσος ή δασική έκταση, περιορίζεται στα ατομικά της όρια, βάσει σχετικής διαδικασίας (αρθρ. 14 Ν.998/79) που κινείται με αίτηση του ενδιαφερόμενου ιδιοκτήμονα.
    Τονίστηκε ήδη ότι οι περιεχόμενες στον ορισμό του δάσους επιστημονικές έννοιες της δασικής οικολογίας, αποτελούν νομικά αόριστες έννοιες και ως εκ τούτου δημιουργούν συγχύσεις κατά την πρακτική εφαρμογή του, με αποτέλεσμα τη διαρκή διαμάχη κράτους και πολιτών, την υπέρμετρη απασχόληση των δικαστηρίων και των υπηρεσιών και την αναποτελεσματική προστασία των δασικών οικοσυστημάτων. Συνεπώς η εξειδίκευση, δηλαδή ο ακριβής προσδιορισμός και η αποσαφήνιση των παραπάνω εννοιών (άγρια φυτά με ξυλώδη κορμό, αναγκαία επιφάνεια, αμοιβαία αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση, δασοβιοκοινότητα κλπ), που τίθενται ως προϋποθέσεις για τη δημιουργία δασογενούς περιβάλλοντος, καθίσταται αναγκαία και δίδεται από τους ειδικότερους ορισμούς της Δασικής Οικολογίας. σύμφωνα με τους οποίους :
    • Για να υπάρξει η «στενή κοινωνική σχέση» των δασοπονικών ειδών και να δημιουργηθεί το δασογενές περιβάλλον, απαιτείται μια ελάχιστη, κατά το δυνατό αποστρογγυλωμένη, επιφάνεια και μια ελάχιστη συγκόμωση που θα εξασφαλίζει μία ικανοποιητική σκίαση του εδάφους.
    • Η ελάχιστη αυτή συγκόμωση των δασικών ειδών, δηλαδή η κάθετη προβολή της κόμης των δασικών ειδών επί του εδάφους, θα πρέπει να εξασφαλίζει επαρκή σκίαση του εδάφους, σε τρόπο ώστε να δημιουργείται το δασογενές περιβάλλον.
    • Η ελάχιστη έκταση στην οποία βρίσκει εφαρμογή η έννοια του δάσους είναι η έκταση της μικρής δασοσυστάδας (0,3 μέχρι 3 εκτάρια).

    Η αναγκαία αυτή αποσαφήνιση και εξειδίκευση του ορισμού, επιχειρείται με την προτεινόμενη τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 3 του ν. 998/1979, κατά τα επόμενα.

    • Οι παράγραφοι 1 και 2, αντικαθίστανται και προσαρμόζονται πλήρως προς τους αντίστοιχους ορισμούς της ερμηνευτικής δήλωσης του Συντάγματος.
    • Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 προσδιορίζονται, με βάση τους κανόνες της Δασικής Οικολογίας, όπως αναφέρθηκαν παραπάνω, τα αναγκαία φυτικά και εδαφικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για να υπάρξει η δασοβιοκοινότητα και να δημιουργηθεί το δασογενές περιβάλλον. Με το σαφή προσδιορισμό των ελάχιστων φυτικών και εδαφικών στοιχείων ( ύπαρξη αγρίων ξυλωδών φυτών, σε έκταση εμβαδού τουλάχιστο 0,3 εκταρίων και σε πυκνότητα τόση ώστε οι κόμες τους, να καλύπτουν τουλάχιστο το 25% της επιφάνειας του εδάφους) οι ορισμοί του δάσους και της δασικής έκτασης προσλαμβάνουν πλήρη νοηματική καθαρότητα και καθίστανται εκ του ασφαλούς, εφαρμόσιμοι με γενικά, ενιαία και αντικειμενικά κριτήρια. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι το ποσοστό της σκίασης του εδάφους από το υπέργειο τμήμα των φυτών, οριζόμενο σε είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) είναι το ελάχιστο απαιτούμενο για τη διαφοροποίηση του δασογενούς από το υπαίθριο περιβάλλον. Το ποσοστό αυτό, που κατά την ορολογία της δασολογικής επιστήμης είναι γνωστό με τον όρο «βαθμός συγκόμωσης», ανάγεται σε όλη τη χαρακτηριζόμενη έκταση όταν η βλάστηση είναι διάσπαρτη, σε τμήματα δε αυτής όταν η βλάστηση καλύπτει συγκεκριμένους χώρους. Σημειώνεται επίσης ότι η ελάχιστη έκταση των τριών στρεμμάτων, δεν επηρεάζεται από ζητήματα ιδιοκτησίας και ως εκ τούτου γειτονικές εκτάσεις αγροκτημάτων που συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά δάσους ή δασικής έκτασης, εφόσον υπερβαίνουν τα τρία στρέμματα, εξακολουθούν να υπάγονται ως προς την προστασία τους στις διατάξεις του δασικού νόμου, ανεξάρτητα από το εμβαδό που ανήκει σε κάθε ιδιοκτησία. Τέλος με το εδάφιο γ΄ αυτής της παραγράφου διευκρινίζεται ότι στα δάση και στις δασικές εκτάσεις συμπεριλαμβάνονται και οι εκτάσεις εκείνες που κηρύσσονται αναδασωτέες είτε γιατί εκχερσώθηκαν παράνομα είτε γιατί απώλεσαν από πυρκαγιά τη φυσική τους βλάστηση.
    • Με την παράγραφο 4 επιχειρείται η αποτροπή της διάσπασης του δασικού χώρου και διευκρινίζεται ποιες από τις εκτάσεις που περικλείονται στα δάση και στις δασικές εκτάσεις εξομοιούνται προς αυτές. Πρόκειται κυρίως για τα διάκενα των δασών και τις αλπικές και ψευδαλπικές εκτάσεις οι οποίες, λόγω του υψομέτρου και των δυσμενών για την ανάπτυξη υψηλής ξυλώδους βλάστησης, συνθηκών παραμένουν γυμνές.
    • Με την παρ. 5, διευκρινίζεται ότι στο δασικό νόμο υπάγονται τα πάρκα και τα άλση καθώς και οι εκτάσεις που κηρύχθηκαν ή κηρύσσονται αναδασωτέες.
    • Ο ν.998/1979, με τις διατάξεις του άρθρου 74, προέβλεπε ότι τα «δημόσια χορτολιβαδικά εδάφη, τα οποία δεν περιλαμβάνονται εντός δασών ή δασικών εκτάσεων» αφού χαρτογραφηθούν περιέρχονται εντός πενταετίας στη διαχείριση της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργικής Ανάπτυξης. Η πρόβλεψη αυτή του νόμου, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, παρέμεινε επί όλο αυτό το χρονικό διάστημα ανενεργή και πέραν τούτου, υπήρξαν και προβλήματα στη διαχείρισή τους, διότι τα προβλεπόμενα από το άρθρο 8 του ν. 998/1979 Συμβούλια Ιδιοκτησίας Δασών, διέγνωσαν αναρμοδιότητα και έπαψαν να επιλαμβάνονται της εξέτασης αιτημάτων, σχετικών με εμπράγματα δικαιώματα, επί αυτών των εκτάσεων. Η εν λόγω υφιστάμενη εκκρεμότητα ρυθμίζεται με την προτεινόμενη διάταξη που προστίθεται ως παράγραφος 7 στο άρθρο 3, με την οποία, αφενός μεν διευκρινίζεται ότι οι εν λόγω εκτάσεις παραμένουν στη διοίκηση των δασικών υπηρεσιών και προσδιορίζεται ο τρόπος διαχείρισής τους και αφετέρου παρέχεται αρμοδιότητα στα Συμβούλια Ιδιοκτησίας Δασών να επιλαμβάνονται της εξέτασης εμπραγμάτων δικαιωμάτων, εφαρμόζοντας την περί δημοσίων κτημάτων σχετική νομοθεσία.
    Με την παράγραφο 3 αντικαθίσταται η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4, για να προστεθούν σε αυτή την κατηγορία και τα δάση και δασικές εκτάσεις που περιλαμβάνονται στα δίκτυα και τις περιοχές ειδικής προστασίας που επιβάλλονται από το κοινοτικό δίκαιο (ειδικές ζώνες διατήρησης του δικτύου Natura 2000, περιοχές ειδικής προστασίας και περιοχές σημαντικές για τα πτηνά της οδηγίας 79/409 κλπ).
    Με την παράγραφο 4 συμπληρώνονται οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 998/1979, για να αποσαφηνισθούν αρμοδιότητες σχετικές με την έγκριση των μελετών στα πάρκα και άλση.
    Με την παράγραφο 5. Επειδή σε πολλούς νομούς και ιδιαίτερα στους νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης, ο φόρτος εργασίας των προβλεπόμενων από την παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 998/1979 πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων Επιτροπών Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων είναι μεγάλος με συνέπεια να υφίσταται σημαντική καθυστέρηση στην κρίση των υποθέσεων και έκδοση των σχετικών αποφάσεων, παρέχεται η δυνατότητα συγκρότησης περισσότερων επιτροπών για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων σε εύλογο χρόνο.
    Με τις παραγράφους 6 και 7 στα άρθρα 19 και 21 του ν. 998/1979, προστίθενται οι αναγκαίες διατάξεις για την προστασία των δασών και την ανάπτυξη φιλοδασικού πνεύματος. Ειδικά για τη νέα παράγραφο 5 που προστίθεται στο άρθρο 21 του ν. 998/1979, πρέπει να σημειωθούν τα επόμενα:
    • Τα δάση και οι εν γένει δασικές εκτάσεις βρίσκονται αρκετά μακριά από τα αστικά κέντρα και οι δασικοί υπάλληλοι, οι υλοτόμοι και οι δασεργάτες που εργάζονται στις απομακρυσμένες αυτές περιοχές έχουν την ανάγκη στοιχειωδών συνθηκών διαμονής. Για την αντιμετώπιση αυτών των αναγκών οι δασικές υπηρεσίες εγκαθιστούσαν στα διάκενα του δάσους ξύλινα λυόμενα οικήματα, που προμηθεύονταν από το κρατικό εργοστάσιο της Καλαμπάκας και τα οποία μετακινούσαν ανάλογα προς τις ανάγκες τους. Πρόσφατα και άνευ σοβαρού λόγου, υπήρξαν ενέργειες άλλων υπηρεσιών, κυρίως πολεοδομικών, που κατέστησαν αυτή την απλή διαδικασία εξυπηρέτησης των εργαζόμενων στο δάσος υπαλλήλων και δασεργατών, ιδιαίτερα πολύπλοκη και χρονοβόρα σε τρόπο ώστε να υφίστανται εκ του λόγου τούτου σοβαρές δυσχέρειες στην εγκατάσταση αυτών των λυόμενων κατασκευών και να υπάρχουν σοβαρά και δικαιολογημένα παράπονα των υπαλλήλων και των δασεργατών.
    • Τα ίδια και σοβαρότερα προβλήματα παρουσιάστηκαν και στην προσπάθεια των δασικών υπηρεσιών να χρησιμοποιούν τέτοιες λυόμενες ξύλινες κατασκευές για την παροχή πρόχειρων καταλυμάτων στους επισκέπτες του δάσους, ενέργεια που εντάσσεται στα πλαίσια της καλλιέργειας φιλοδασικού και φιλοπεριβαλοντικού πνεύματος στους πολίτες και ιδιαίτερα στη νεολαία.
    • Επειδή οι εν λόγω κατασκευές είναι ξύλινα λυόμενα οικήματα, τα οποία από πολλού χρόνου χρησιμοποιούσαν οι δασικές υπηρεσίες χωρίς να υφίσταται κανένα πρόβλημα – άλλωστε το κρατικό εργοστάσιο της Καλαμπάκας δημιουργήθηκε ακριβώς για να καλύψει αυτές τις ανάγκες των δασικών υπηρεσιών – με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 5, επιχειρείται η απεμπλοκή του όλου θέματος.
    Με τις παραγράφους 8 και 9. Ο σκοπός για τον οποίο μια έκταση κηρύσσεται αναδασωτέα είναι να επανακτήσει, φυσικά ή τεχνικά τη δασική βλάστηση που καταστράφηκε από πυρκαγιά ή άλλη αιτία. Όταν όμως συντελεστεί ο σκοπός για τον οποίο η έκταση κηρύχθηκε αναδασωτέα, όταν δηλαδή αποκατασταθεί η βλάστηση, οι περιορισμοί που επιβάλλονται λόγω της αναδασωτικής πράξης θα πρέπει να αίρονται και το δάσος πλέον που δημιουργήθηκε, θα πρέπει να διαχειρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του δασικού κώδικα. Για λόγους που ανάγονται σε διάφορες ερμηνευτικές προσεγγίσεις των σχετικών με την αναδάσωση διατάξεων, μεταξύ των οποίων η μία θεωρεί ότι η αναδασωτική πράξη δεν πρέπει ποτέ να αίρεται διότι εξασφαλίζει την απόλυτη προστασία των δασών (πράγμα που σημαίνει ότι η απόλυτη προστασία των δασών προϋποθέτει την πυρπόλησή τους) και η άλλη που θεωρεί ότι η αναδασωτική πράξη θα πρέπει να παραμένει έως ότου το καταστραφέν δάσος αποκτήσει την ηλικία που είχε προ της καταστροφής του (αγνοώντας προφανώς τα στάδια της νεοφυτείας, της πυκνοφυτείας, των λεπτών, μέσων και μεγάλων κορμών από τα οποία διέρχεται ένα νεοϊδρυθέν δάσος, μέχρι την ωρίμανσή του), δημιουργήθηκε κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων ερμηνευτικό πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζεται με την προτεινόμενη προσθήκη στην παρ. 1 του άρθρου 41 και την αντικατάσταση της παρ. 3 του άρθρου 44.
    Με την παράγραφο 10. Η διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει, απαγορεύει την μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός εάν προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη χρήση που επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον. Με τις διατάξεις των παραγράφων 10, 11 και 12 που προστίθενται στο άρθρο 45:
     θεσπίζονται οι αναγκαίες ποινές για όσους πραγματοποιούν αυθαίρετες επεμβάσεις σε δάση και δασικές εκτάσεις.
     συμπληρώνεται το θεσμικό προστατευτικό πλαίσιο για την άγρια πανίδα. Με τις διατάξεις των άρθρων 24 παρ.1 και 117 παρ.3 του Συντάγματος καθιερώνεται ως υποχρέωση του κράτους η προστασία των δασών και δασικών εκτάσεων, ως στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος και η κήρυξή τους ως αναδασωτέων όταν καταστραφούν από πυρκαγιά ή άλλη αιτία. Το δάσος ως οικοσύστημα αποτελείται από στοιχεία της άγριας χλωρίδας και πανίδας που βρίσκονται σε αρμονική συμβίωση. Και για μεν την αποκατάσταση της καταστραφείσας χλωρίδας προβλέπονται μέτρα αναδασωτικά, ενώ για την αποκατάσταση της άγριας πανίδας οι συγκεκριμένες διατάξεις του ν. 998/1979 δεν προβλέπουν μέτρα και διαδικασίες τεχνητής υποβοήθησης της φύσης και
     σε όσες περιπτώσεις η προβλεπόμενη από το νόμο επέμβαση καθίσταται επιβεβλημένη για λόγους εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος, προβλέπεται η εκ μέρους των ωφελούμενων, καταβολή ανταλλάγματος χρήσης που συγκεντρώνεται στο Κ.Τ.Γ.Κ. και Δασών και διατίθεται αποκλειστικά για την ανάπτυξη και προστασία των δασών.
    Με τις παραγράφους 11 και 12. Τα ειδικά δασοτεχνικά έργα που προβλέπονται από τις διατάξεις του δασικού νόμου και αποσκοπούν κυρίως στην ανάπτυξη των δασών (έργα αναδασώσεων) ή στην προστασία των δασικών εδαφών από τη διάβρωση (έργα διευθέτησης των χειμάρρων) καθώς και τα έργα αντιπυρικής προστασίας των δασών, είναι κατεξοχήν έργα προστασίας και αποκατάστασης του περιβάλλοντος και ως εκ τούτου η μελέτη επιπτώσεων για τα εν λόγω έργα, είναι χωρίς περιεχόμενο.
    Η προσθήκη της παρ.7 στο άρθρο 46, κρίνεται αναγκαία για να μπορούν να αντιμετωπίζονται τα προβλήματα προσωρινής εγκατάστασης των πολιτών που πλήττονται από σεισμούς και άλλες φυσικές καταστροφές.
    Με τις παραγράφους 13 έως 15, αντικαθίστανται μερικές διατάξεις και προστίθενται νέες στα άρθρα 58 και 70, ως εξής:
     Παρέχεται η δυνατότητα να εγκρίνεται η κατασκευή των προβλεπόμενων από τη διάταξη του άρθρου 58 παρ. 5 μικρών κοινωφελών έργων και σε εκτάσεις των λοιπών – πέραν των ΟΤΑ- Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου.
     Τροποποιούνται οι σχετικές με την επιβολή της διοικητικής ποινής του προστίμου διατάξεις για εκχερσώσεις, αποψιλωτικές υλοτομήσεις ή καλλιέργεια δημόσιας ή ιδιωτικής έκτασης που κηρύχθηκε αναδασωτέα σε τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατή η ανάκληση του προστίμου όταν υφίσταται αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου και συνεπώς αναίρεση της αιτιολογικής βάσης στην οποίας στηρίχθηκε η επιβολή του προστίμου.
     Παρέχεται η δυνατότητα παράτασης για δύο ακόμη μήνες της προβλεπόμενης τρίμηνης προθεσμίας για την έκδοση της αναδασωτικής πράξης για την κήρυξη δάσους ή δασικής έκτασης ως αναδασωτέων. Η ρύθμιση αυτή κρίθηκε απαραίτητη για να υπάρξει ο απαιτούμενος για την άρτια κατάρτιση των διαγραμμάτων χρόνος, διότι σήμερα υπό την πίεση της 3μήνης προθεσμίας και των υποχρεώσεων των δασικών υπηρεσιών λόγω της συνεχιζόμενης αντιπυρικής περιόδου, δεν παρέχεται ευχέρεια επιμελούς κατάρτισης των διαγραμμάτων που συνοδεύουν την αναδασωτική πράξη, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται σε πολλές περιπτώσεις εφικτή η πλήρης αποτύπωση και εμφάνιση των αγροτεμαχίων που βρίσκονται εντός της περιμέτρου της καείσας έκτασης με συνέπεια να εμφανίζονται και αυτά ως περιλαμβανόμενα στην αναδασωτική πράξη.
    Με την παράγραφος 16, δεδομένης της αδυναμίας οικιστικής αξιοποίησης των κατεχόμενων από τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς δασών και δασικών εκτάσεων, καταβάλλεται προσπάθεια για την επίλυση των σχετικών προβλημάτων με ανταλλαγή. Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις που με τις διατάξεις του άρθρου 50 του ν.998/1979, δεν είναι δυνατή η οικιστική αποκατάσταση των μελών του οικοδομικού συνεταιρισμού, ο συνεταιρισμός μπορεί για την υλοποίηση του σκοπού του, να ανταλλάξει το δάσος ή τη δασική έκταση, των οποίων είναι ιδιοκτήτης, με ίσης αξίας, τυχόν διαθέσιμες εκτάσεις της παραγράφου 7 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, καθώς και με δημόσιες γεωργικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις. Η ανταλλαγή εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, ενώ ο τρόπος εκτίμησης των προς ανταλλαγή εκτάσεων, οι όροι αυτής, τα όργανα, η διαδικασία και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου και την επίτευξη του σκοπού της ανταλλαγής, καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Γεωργίας και Οικονομίας και Οικονομικών.
    Με την παράγραφο τέλος 17, παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερόμενους να ζητήσουν χαρακτηρισμό των εκτάσεών τους εφόσον για αυτές δεν εκδόθηκαν τελεσίδικες αποφάσεις χαρακτηρισμού, κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν.998/1979.
    Σημειώνεται ότι οι παραπάνω τελεσίδικες αποφάσεις λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη για την κατάρτιση του προσωρινού δασικού χάρτη, μετά την ανάρτηση του οποίου οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να εγείρουν ενστάσεις που εξετάζονται από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 27 του ν. 2664/1998 επιτροπές, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.


    Με το άρθρο 2: Προβλέπεται η παροχή κινήτρων στους πολίτες και ιδιαίτερα στους γεωργούς για τη δημιουργία και διατήρηση βλάστησης στις ιδιοκτησίες τους με στόχο τη διατήρηση και προστασία του περιβάλλοντος και ιδιαίτερα της πτηνοπανίδας.
    Οι δενδρώδεις ή θαμνώδεις σχηματισμοί εντός των αγροτικών περιοχών, οι φυσικοί αγροφράκτες των αγρών και οι δενδροστοιχίες προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες στον εξωραϊσμό και τη διατήρηση του τοπίου, καθώς και στην προστασία της φύσης και της άγριας πανίδας. Μειώνουν την επιφανειακή ροή των υδάτων, αυξάνουν την ικανότητα διήθησης του εδάφους, εξομαλύνουν ακραίες τοπικές κλιματικές συνθήκες και αποτελούν καταφύγιο για ένα πλήθος εντόμων, πτηνών, θηλαστικών, κ.λ.π. Αποτελούν χώρους κατόπτευσης των αρπακτικών πτηνών που κυνηγούν σε πεδινές περιοχές, σημεία εξόρμησης των ίδιων και άλλων ζώων προς αναζήτηση τροφής και σημεία φωλεοποίησης σχεδόν όλων των πτηνών.
    Μπαζωμένες εκτάσεις, ο περιβάλλων χώρος των ταμιευτήρων νερού και των εγκαταστάσεων βιολογικού καθαρισμού, απαλλοτριωμένες ζώνες μεγάλων δρόμων, αναχώματα ποταμών και μεγάλων αρδευτικών έργων, κράσπεδα αγροτεμαχίων και τεμάχια οριακής απόδοσης ή υποβαθμισμένης αγροτικής γης είναι χώροι, στους οποίους θα μπορούσαν να δημιουργηθούν δασύλλια, θαμνότοποι, αγροφράκτες και προστατευτικές φυτείες για την εξυπηρέτηση των παραπάνω σκοπών.
    Με τις διατάξεις αυτού του άρθρου επιχειρείται να ενθαρρυνθούν οι αγρότες, οι κυνηγοί, αλλά και οι οργανώσεις προστασίας των πτηνών να δημιουργήσουν αυτούς τους τόσο απαραίτητους για τη φύση και την πτηνοπανίδα βλαστητικούς σχηματισμούς και να καλυφθεί ένα σοβαρό κενό στην υπάρχουσα νομοθεσία που αφορά στη διατήρηση, προστασία, ανάδειξη και αναβάθμιση περιοχών, που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας της υπαίθρου.

    Με το άρθρο 3: Προσδιορίζεται ο τρόπος κατάρτισης, τήρησης και ενημέρωσης του προβλεπόμενου από το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος δασολογίου. Οι διατάξεις προσδιορίζουν τα αναγκαία στοιχεία που θα περιέχει το δασολόγιο ενώ οι λεπτομέρειες κατάρτισης, τήρησης και ενημέρωσης θα προσδιοριστούν με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας.

    Με το άρθρο 4: Τροποποιούνται διατάξεις του ν.δ. 86/1969, σε τρόπο ώστε να ενισχυθεί η προστασία των δασικών συμπλεγμάτων, να απλουστευθούν, όπου τούτο είναι αναγκαίο, οι προβλεπόμενες διαδικασίες και να εναρμονιστεί η νομοθεσία με τη νομολογία, το κοινοτικό δίκαιο και τις συνταγματικές διατάξεις: Συγκεκριμένα τροποποιούνται, συμπληρώνονται ή αντικαθίστανται οι διατάξεις:
    Με την παράγραφο 1, προστίθεται παράγραφος 4 στο άρθρο 50.
    Ο δασικός κώδικας περιέλαβε ευθύς εξ αρχής διατάξεις που προέβλεπαν δυνατότητες ανταλλαγής ιδιωτικών εκτάσεων που, ευρισκόμενες διάσπαρτες εντός των δασών, διασπούσαν τη συνοχή τους και έθεταν σε κίνδυνο την προστασία τους, με άλλες «μη χρήσιμες στο δημόσιο» δασικές εκτάσεις. Όμως, οι παραπάνω διατάξεις, μετά την ισχύ του συντάγματος του 1975, έμειναν σχεδόν ανενεργές, όχι γιατί έπαψε να υπάρχει σχετικό ενδιαφέρον, αλλά γιατί κανένας δεν είναι διατιθέμενος να ανταλλάξει τον αγρό του - που ως αγρός δεν έχει τους περιορισμούς χρήσης της δασικής νομοθεσίας - με δασική έκταση, χωρίς δυνατότητα αλλαγής της χρήσης της. Είναι συνεπώς ευνόητο ότι η ανταλλαγή των μη δασικών εκτάσεων που βρίσκονται μέσα σε δάση, με σκοπό την ενιαιοποίηση των δασών και την αποφυγή των κινδύνων (πυρκαγιές από καύση καλαμιών, πιθανές επεκτάσεις, επιβαρύνσεις από λιπάνσεις και ψεκασμούς κλπ) θα πρέπει να επιδιωχθεί με δημόσιες μη δασικές εκτάσεις, πράγμα που επιδιώκεται με την προτεινόμενη προσθήκη της παρ. 4 στο άρθρο 50.
    Με την παράγραφο 2, προστίθενται στο άρθρο 60 δύο νέες παράγραφοι, οι 3 και 4, με τις οποίες διευκρινίζονται ερμηνευτικά ζητήματα που προέκυψαν κατά την εφαρμογή του άρθρου 60,καθώς και ζητήματα σχετικά με τις αρμοδιότητες για την έκδοση της άδειας κατάτμησης. Συγκεκριμένα ορίζεται ότι η άδεια κατάτμησης για την υλοποίηση επιτρεπτής, κατά τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, επέμβασης σε δάσος ή δασική έκταση, όπου αυτή απαιτείται, χορηγείται από αυτόν που εγκρίνει, κατά αρμοδιότητα, την επέμβαση. Για τη μεταβίβαση αυτοτελών δασοτεμαχίων ή ιδανικών μεριδίων αυτών δεν απαιτείται άδεια κατάτμησης.
    Με τις παραγράφους 3 έως 5, τροποποιούνται και συμπληρώνονται οι διατάξεις του άρθρου 69, με σκοπό να διευκρινισθεί πλήρως η έννοια των προστατευτικών δασών, στα οποία προστίθενται και τα περιαστικά δάση και να ενισχυθεί η προστασία τους.
    Με την παράγραφο 6, αντικαθίστανται οι διατάξεις του άρθρου 70, με σκοπό τον λεπτομερέστερο καθορισμό της διαδικασίας για το χαρακτηρισμό των δασών ως προστατευτικών.
    Με τις παραγράφους 7 και 8, αντικαθίστανται οι παράγραφοι 1 και 2 και προστίθεται νέα παράγραφος 6 στο άρθρο 71, με σκοπό να προσδιοριστούν συγκεκριμένα μέτρα προστασίας και διαχείρισης των προστατευτικών δασών και να προδιαγραφούν οι αναγκαίοι χειρισμοί και οι επιτρεπτές επεμβάσεις στα περιαστικά δάση, τα οποία προοριζόμενα για δασική αναψυχή, διέπονται από ιδιαίτερους κανόνες διαχείρισης.
    Με την παράγραφο 9, τροποποιούνται οι διατάξεις του άρθρου 160 σχετικά με τον πίνακα διατίμησης δασικών προϊόντων, ο οποίος ως απλό εργαλείο της δασοπονικής πράξης, που εκδίδεται κάθε χρόνο, δεν υφίσταται ουσιώδης λόγος να κυρώνεται με Προεδρικό Διάταγμα, αφού αρκεί η απόφαση του Υπουργού Γεωργίας.
    Με την παράγραφο 10 τροποποιούνται οι διατάξεις του άρθρου 270 με σκοπό την προσαρμογή των σχετικών με την υλοτομία, τη μεταφορά, τη διακίνηση και την εμπορία των δένδρων Χριστουγέννων - που παράγονται πλέον εξ ολοκλήρου από αγρότες σε ιδιωτικές αγροτικές εκτάσεις - στις σημερινές απαιτήσεις και να ελεγχθεί αποτελεσματικότερα η προστασία των δασών.

    Με το άρθρο 5: Η αντικατάσταση της παραγράφου 1 και του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 27, η συμπλήρωση της παρ. 4 του ίδιου άρθρου, η αντικατάσταση των παρ. 13 και 17 και του πρώτου εδαφίου της παρ. 18 του άρθρου 28 του ν. 2664 / 1998, καθίστανται αναγκαίες για την προσαρμογή των παραπάνω διατάξεων στους νέους ορισμούς του δάσους και της δασικής έκτασης, όπως αυτές δίδονται στην ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 24 παρ. 1 του συντάγματος και εξειδικεύονται με τις τροποποιούμενες διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 998/1979. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 27 και 28 δεν προβλέπουν διόρθωση και ενημέρωση των δασικών χαρτών, παράλειψη που ρυθμίζεται με τις προτεινόμενες διατάξεις.

    Με το άρθρο 6: Προβλέπεται η επιβολή ποινών στους κυρίους, νομείς και κατόχους των δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων ή άλλων ακινήτων που παρεμποδίζουν την είσοδο στα ακίνητά τους και την εργασία των συνεργείων των υπηρεσιών που είναι υπεύθυνες για την κατάρτιση του δασικού χάρτη και σε όσους μετατοπίζουν, αφαιρούν και καταστρέφουν τα τοποθετημένα ορόσημα ή σήματα από τα συνεργεία.

    Με το άρθρο 7: Τροποποιούνται οι διατάξεις της παραγράφου 2 β του άρθρου 13 του ν. 1734/1987 και της παραγράφου 6 του άρθρου 38 του ν. 1845/1989 «Ανάπτυξη και αξιοποίηση της αγροτικής έρευνας και Τεχνολογίας-Δασοπροστασίας και άλλες διατάξεις».
    • Προβλέπεται η δυνατότητα παραχώρησης δημοσίων δασικών εκτάσεων για τη δημιουργία εγκαταστάσεων ΚΤΕΟ.
    • Με την τροποποίηση της παραγράφου 2 Β διευκρινίζεται, ότι οι παραχωρήσεις για τυροκομεία, μελισσοκομεία, υδροτριβεία και ιχθυοτροφεία μπορεί να γίνουν και σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και φυσικά πρόσωπα, εφόσον καλύπτονται οι προϋποθέσεις του νόμου.
    • Τέλος, με τη διάταξη της παραγράφου 3 καθίσταται δυνατή η χρησιμοποίηση των υπηρεσιών εθελοντικών οργανώσεων στην αντιπυρική προστασία.

    Με το άρθρο 8: Επιδιώκεται η χρηματοδότηση της δασικής ανάπτυξης η οποία απαιτείται να είναι επαρκής, εξασφαλισμένη και αυξανόμενη. Το ερώτημα όμως που ανακύπτει είναι αν στα πλαίσια μόνο του κρατικού προϋπολογισμού είναι δυνατή η ετήσια εξασφάλιση χρηματοδότησης ύψους ικανού να ανταποκριθεί στους στόχους ενός μακρόπνοου αναπτυξιακού προγράμματος ή θα πρέπει να αναζητηθούν άλλες λύσεις.
    Η παγκόσμια εμπειρία στο παραπάνω θέμα έχει αποδείξει ότι όσες χώρες επεδίωξαν τη δασική ανάπτυξη μόνο στα πλαίσια του ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού τους, δεν μπόρεσαν να υλοποιήσουν μακρόπνοα σχέδια, γιατί δεν ήταν δυνατό να εξασφαλισθεί ετήσια χρηματοδότηση στο ύψος των απαιτήσεων του προγραμματισμού, με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται ο αναπτυξιακός στόχος και να σπαταλάται μεγάλο μέρος των διατιθεμένων επενδύσεων (π.χ. παραγωγή εκατομμυρίων δενδρυλλίων, τα οποία τελικά δεν χρησιμοποιούνταν στην αναδάσωση και αχρηστεύονταν, λόγω περικοπής της χρηματοδότησης για την αναδάσωση).Οι χώρες όμως που πέτυχαν στην υλοποίηση των αναπτυξιακών προγραμμάτων τους, κατέφυγαν στη δημιουργία αυτόνομων ταμείων δασικής ανάπτυξης στα οποία οδήγησαν συγκεκριμένους πόρους (π.χ. ποσοστό του ετήσιου προϋπολογισμού, ειδικούς φόρους και τέλη και άλλα σταθερά έσοδα). Παραδείγματα τέτοιων χωρών στις οποίες λειτούργησαν με επιτυχία ταμεία που χρηματοδότησαν ικανοποιητικά εκτεταμένα προγράμματα δασικής ανάπτυξης είναι:
    α) Η Γαλλία με το Εθνικό Δασικό Ταμείο.
    β) Η Ισπανία με το αυτόνομο Δασικό Ταμείο.
    γ) Η Πορτογαλία με το Ταμείο Δασών.
    δ) Το Ισραήλ με τον Ειδικό Προϋπολογισμό Δασικής Ανάπτυξης.
    ε) Η Βουλγαρία με το Ειδικό Κεφάλαιο Δασικής Ανάπτυξης.
    Η λύση συνεπώς του προβλήματος της επαρκούς χρηματοδότησης, περνά μέσα από τη δημιουργία ειδικού ταμείου δασικής ανάπτυξης με σταθερούς και συμφωνημένους πόρους, τόσο από τον κρατικό προϋπολογισμό, όσο και από άλλες πηγές, πρόταση που περιέχεται και στο ομόφωνο πόρισμα της διακομματικής κοινοβουλευτικής επιτροπής. Σύμφωνα με τις προτάσεις του παραπάνω πορίσματος, στους πόρους του προτεινόμενου από αυτό ταμείου περιλαμβάνονται και όλα τα εκ των δασών έσοδα. Τα έσοδα όμως αυτά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35 του ν.2873/2000 «Φορολογικές ελαφρύνσεις και απλουστεύσεις και άλλες διατάξεις», εισάγονται στον Κρατικό Προϋπολογισμό. Η εν λόγω ρύθμιση, που αποβλέπει στην ενοποίηση των εσόδων του Κράτους, προτείνεται να διατηρηθεί. Επειδή όμως στα πλαίσια περιορισμού των διαφόρων νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου που λειτουργούν στη χώρα μας, δεν είναι σκόπιμη η ίδρυση ενός ακόμη ταμείου, γι αυτό με την προτεινόμενη διάταξη επιλέχθηκε ως λύση η δημιουργία Ειδικού Φορέα Δασών στον Προϋπολογισμό του Κεντρικού Ταμείου Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Δασών (Κ.Τ.Γ.Κ. και Δασών), στον οποίο τα εκ των δασών έσοδα θα αποδίδονται με τη μορφή επιχορήγησης του τακτικού Προϋπολογισμού. Κρίνεται σκόπιμο να τονιστεί ότι η προτεινόμενη λύση αποσκοπεί στην εξασφάλιση της σταθερής και αδιατάρακτης χρηματοδότησης που είναι αναγκαία για το μακρόπνοο σχεδιασμό της δασικής ανάπτυξης, ο οποίος ανήκει στην αρμοδιότητα των οικείων Περιφερειών, τα προγράμματα των οποίων θα μπορούν να χρηματοδοτούνται από τον παραπάνω φορέα. Για την επίτευξη των σκοπών του φορέα αυτού, οι Περιφέρειες θα υποχρεωθούν δια των υπηρεσιών τους να καταρτίζουν ολοκληρωμένα προγράμματα δασικής ανάπτυξης ενταγμένα στο γενικό πλαίσιο της δασικής αναπτυξιακής πολιτικής, τα οποία θα χρηματοδοτούνται μέσω των περιφερειακών ταμείων ανάπτυξης, που θα επιχορηγούνται ανάλογα. Τονίζεται ιδιαίτερα ότι η δασική ανάπτυξη αφορά ολόκληρη τη χώρα και κυρίως τη νότια Ελλάδα και τα νησιά, όπου το ποσοστό δασοκάλυψης είναι από τα μικρότερα, τα δάση τους υφίστανται μεγαλύτερες καταστροφές από πυρκαγιές και τα χειμαρρικά φαινόμενα είναι πλέον έντονα (πλημμύρες με σημαντικές καταστροφές σε Κόρινθο, Πάτρα, Ρόδο, Μυτιλήνη, Σάμο, Χίο, κλπ.). Τα δάση των περιοχών αυτών δεν είναι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, παραγωγικά και συνεπώς τα έσοδα από την εκμετάλλευσή τους είναι αμελητέα σε αντίθεση με τα δάση της κεντρικής και βόρειας Ελλάδας που αποδίδουν σημαντικά έσοδα. Καθίσταται έτσι κυρίαρχος ο ρόλος ενός κεντρικού οργάνου το οποίο, σταθμίζοντας όλες τις παραμέτρους και ενεργώντας στα πλαίσια μιας γενικής δασικής πολιτικής, θα κατανέμει τις διαθέσιμες για τη δασική ανάπτυξη πιστώσεις κατά τρόπο που θα εξασφαλίζει την ισόρροπη δασική ανάπτυξη των Περιφερειών. Είναι συνεπώς αυτονόητο ότι ο ρόλος του κεντρικού αυτού οργάνου, με τη μορφή Ειδικού Φορέα Δασών στο Κ.Τ.Γ.Κ. και Δασών, περιορίζεται στην ισόρροπη κατανομή των πόρων του ταμείου στις Περιφέρειες, στις οποίες ανήκει πλέον κατ΄ αποκλειστικότητα ο προγραμματισμός και η εκτέλεση των έργων. Οι διατάξεις του ν.2503/1997 «Διοίκηση, οργάνωση, στελέχωση της Περιφέρειας, ρύθμιση θεμάτων για την τοπική αυτοδιοίκηση και άλλες διατάξεις» σχετικά με τον προϋπολογισμό και τις συλλογικές αποφάσεις έργων περιφέρειας (ΣΑΕΠ) δε θίγονται και τις δημόσιες επενδύσεις θα εξακολουθήσουν να διαχειρίζονται οι Περιφέρειες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν.2503/1997.
    Τέλος, με το άρθρο αυτό παρέχεται η δυνατότητα στο Κεντρικό Ταμείο Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Δασών (Κ.Τ.Γ.Κ. και Δασών) να επιχορηγεί όλα τα εποπτευόμενα από το Υπουργείο Γεωργίας νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου. Η ρύθμιση αυτή κρίνεται αναγκαία προκειμένου να εκσυγχρονισθούν οι διατάξεις που αναφέρονται στο σκοπό του Κ.Τ.Γ.Κ. και Δασών και ειδικότερα στην κατά οποιοδήποτε τρόπο οικονομική συμβολή του στην εφαρμογή της αγροτικής πολιτικής - αγροτικής έρευνας, που ασκούν τα εποπτευόμενα από το Υπουργείο Γεωργίας νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου.

    Με το άρθρο 9: Διακρίνονται τα δάση και οι δασικές εν γένει εκτάσεις από άποψη ιδιοκτησίας σε δημόσιες και ιδιωτικές.

    Με το άρθρο 10: Καταγράφονται οι νόμοι με τους οποίους θεμελιώνονται δικαιώματα κυριότητας, νομής και κατοχής τρίτων στα δάση και στις εν γένει δασικές εκτάσεις και γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένες διατάξεις, ώστε να αρθούν οι αμφισβητήσεις επί των δικαιολογητικών που θεμελιώνουν εμπράγματα δικαιώματα.

    Με το άρθρο 11: Ρυθμίζονται τα θέματα διαχείρισης των τεχνητών δασικών φυτειών που έχουν δημιουργηθεί ή θα δημιουργηθούν από τους κατόχους τους σε ιδιωτικές γεωργικές εκτάσεις, οι οποίες δεν αποβάλλουν το γεωργικό τους χαρακτήρα, και καθορίζεται ότι για την υλοτομία αυτών των εκτάσεων και τη διακίνηση και εμπορία των δασικών προϊόντων παρέχεται από την αρμόδια δασική αρχή ατελώς άδεια υλοτομίας , κατά τις διατάξεις της παρ. 1. του άρθρου 176 του Δασικού Κώδικα, σε τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της νόμιμης προέλευσής τους.
    Πρόκειται για φυτείες που δημιουργήθηκαν ή δημιουργούνται επί γεωργικών εκτάσεων από τους ιδιοκτήτες τους (λευκώνες, χριστουγεννιάτικα δένδρα, δασικές φυτείες με τον κανονισμό ΕΟΚ 2080, κλπ). Η εν λόγω ρύθμιση αποσκοπεί στην αύξηση του πράσινου, γιατί με τις διατάξεις που ισχύουν (μαχητό τεκμήριο κυριότητας κ.λ.π.) οι πολίτες είναι διστακτικοί να αναπτύξουν φυτείες στους αγρούς τους, φοβούμενοι, ότι με την πάροδο του χρόνου θα τους τεθούν περιορισμοί ως προς τη μελλοντική χρήση του αγρού τους και πιθανόν και αμφισβητήσεις ως προς το ιδιοκτησιακό θέμα.

    Με το άρθρο 12: Ρυθμίζεται το χρόνιο θέμα των δασωθέντων αγρών και έτσι θεωρούνται ισχυρές έναντι του Δημοσίου οι μεταβιβάσεις για νόμιμη αιτία των αγροκτημάτων που εμφανίζονται ως τέτοια στις αεροφωτογραφίες του έτους 1945 ή του έτους 1960, ανεξάρτητα από τη μορφή που απέκτησαν αργότερα, εφόσον οι τίτλοι των ενδιαφερομένων ανάγονται σε ημερομηνία πριν από την 23-02-1946. Αίρονται οι ιδιοκτησιακές αμφισβητήσεις που προέρχονται από την «άτυπη» επέκταση του μαχητού τεκμηρίου κυριότητας επί κάθε εκτάσεως που έφερε άγρια βλάστηση και δεν τίθεται θέμα ιδιοκτησιακής αμφισβήτησης επί του δασικού μέρους μεικτών αγροτεμαχίων που βρίσκονται σε ευρύτερες αγροτικές περιοχές και αποτελούνται κατά το ένα μέρος από αγρό και κατά το υπόλοιπο από έκταση που καλύπτεται από άγρια ποώδη ή ξυλώδη βλάστηση, εφόσον οι σχετικοί τίτλοι των ενδιαφερομένων ανάγονται σε ημερομηνία πριν από το έτος 1946.
    Το μαχητό τεκμήριο κυριότητας επεβλήθη το 1836 επί των δασών και όχι επί των αγροτικών εκτάσεων. Επειδή δεν είναι πρακτικά δυνατό να βρεθεί ποιες εκτάσεις ήταν δασικές το 1836, χρόνο αναφοράς αποτελεί το έτος 1945 κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η πρώτη καθολική αεροφωτογράφηση της χώρας. Οι εν λόγω φωτογραφίες όμως, εμφανίζουν ως χέρσες ή δασικές και τις γεωργικές εκτάσεις που δεν καλλιεργήθηκαν κατά την εμπόλεμη κατάσταση, αλλά επανακαλλιεργήθηκαν μετά τη λήξη αυτής της περιόδου. Για την αποφυγή τυχόν αδικιών, κρίνεται σκόπιμη η χρησιμοποίηση των φωτοερμηνευτικών στοιχείων και της αεροφωτογραφίας του έτους 1960, σε τρόπο ώστε να μην εκλαμβάνονται οι γεωργικές εκτάσεις που επανακαλλιεργήθηκαν μετά τη λήξη του εμφυλίου ως υπαγόμενες στην κατηγορία εκτάσεων που θα έπρεπε κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας να κηρυχθούν αναδασωτέες. Το εν λόγω ζήτημα αντιμετωπίζεται με τη μεταβατική διάταξη της παρ.8 του άρθρου 21.
    Η αντιμετώπιση του θέματος, τόσο με το άρθρο 67 του ν. 998/79, όσο και με το άρθρο 14 του ν. 1734/89 δεν υπήρξε ριζική, γιατί υιοθετούσε την άποψη ότι το τεκμήριο επεκτείνεται αυτόματα σε κάθε γεωργική έκταση που αποκτά ξυλώδη βλάστηση, γινόταν δηλαδή δεκτή μια άτυπη δήμευση της ιδιωτικής αγροτικής περιουσίας και γινόταν προσπάθειες να αρθεί με αποφάσεις.
    Σε ότι αφορά τις εκτάσεις που βρίσκονται σε ευρύτερες αγροτικές περιοχές και φέρουν άγρια βλάστηση, εύλογα γεννάται το ερώτημα, πώς επεκτάθηκε εκεί το τεκμήριο κυριότητας και πώς δεν λαμβάνεται υπόψη, ότι κανένας νόμος δεν απαγόρευε και δεν απαγορεύει τον πολίτη να αφήνει ακαλλιέργητο εκείνο το μέρος του αγρού του, από το οποίο δεν προσδοκά εισόδημα, είτε γιατί είναι βραχώδες, είτε γιατί ο ιδιοκτήτης του επιθυμεί να το αφήσει σε εκτεταμένη αγρανάπαυση ή για άλλους λόγους. Για την πλήρη κατανόηση του ζητήματος, πρόκειται για αγροτεμάχια, τα οποία συνορεύουν με άλλα αγροτεμάχια, περιγράφονται στα συμβόλαια κατ’ όρια που δεν αμφισβητούνται, όπως δεν αμφισβητείται και ο επικαλούμενος τίτλος. Ακριβώς σε ένα τέτοιο αγροτεμάχιο, που είναι π.χ. εκτάσεως 4,5 στρεμμάτων προβάλλονται δικαιώματα του δημοσίου επί ενός τεμαχίου 200 ή 400 τετραγωνικών μέτρων, το οποίο μπορεί να είναι οπουδήποτε, στην άκρη ή στη μέση, με την αιτιολογία ότι έχει θάμνους και είναι συνεπώς δασικό και κατά τεκμήριο δημόσιο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο ιδιοκτήτης να προσφεύγει με αγωγή στην τακτική δικαιοσύνη ή στο Συμβούλιο Ιδιοκτησίας Δασών για να ανατρέψει το μαχητό υπέρ του δημοσίου τεκμήριο κυριότητας, το οποίο βέβαια κανείς δεν μπορεί να αιτιολογήσει πώς επεβλήθη εκεί.
    Με το άρθρο 13: Το ζήτημα των «διακατεχόμενων» δασών απετέλεσε επί μακρόν αντικείμενο προβληματισμού της Διοίκησης. Η αντιμετώπιση του όλου ζητήματος, τόσο από και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, όσο και από τα δικαστήρια που επιλαμβάνονταν επί ανάλογων περιπτώσεων, ήταν κατά κανόνα περιπτωσιακή και δεν προσφέρονταν για τη συναγωγή μιας οριστικής και αναμφισβήτητης απάντησης, ως προς το χαρακτήρα και τη νομική φύση των «διακατεχόμενων» δασών. Τα ζητήματα που προεχόντως απασχολούσαν τη διοίκηση ήταν:
    • Αν το ιδιόρρυθμο αυτό δικαίωμα της διακατοχής μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συναλλαγής στα πλαίσια του ισχύοντος Αστικού Κώδικα και
    • Αν το δικαίωμα αυτό είναι προσωποπαγές και αποσβέννυται με το θάνατο του διακατόχου ή κληρονομείται.
    Ικανοποιητική για τη Διοίκηση απάντηση επί των προαναφερθέντων ερωτημάτων έδωσε η ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία , αφού συγκέντρωσε και αξιολόγησε όλες τις σχετικές με το θέμα διατάξεις, τις αποφάσεις των δικαστηρίων και τις προγενέστερες θέσεις του Ν.Σ.Κ. εξέδωσε την 400/1996 γνωμοδότησή της που έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό Γεωργίας με την 80054/4782 Π.Ε.13.11.1997 απόφασή του. Σύμφωνα με την εν λόγω γνωμοδότηση:
    • Η από τρίτους διακατοχή δάσους, ούσα πραγματική και νομική κατάσταση, διάφορος οπωσδήποτε και στενότερη κατά περιεχόμενο της κυριότητας, συνιστάμενη στη δυνατότητα της κάρπωσης και εκμετάλλευσης του δάσους και ως εκ τούτου οικονομικά επωφελής για το διακάτοχο, δεν παρεμποδίζεται να αποτελέσει, ως τέτοια, αντικείμενο συναλλαγής (πώλησης, δωρεάς, γονικής παροχής κλπ) κατά τις διατάξεις του Α.Κ, χωρίς η σχετική δικαιοπραξία να πάσχει, μόνο από αυτή την ιδιότητα της έκτασης, ακυρότητα.
    • Το ιδιόρρυθμο δικαίωμα της διακατοχής, δεν περιορίζεται σε προσωποπαγές δικαίωμα συγκεκριμένου διακατόχου, αλλά κατά τις διατάξεις των άρθρων 983 σε συνδυασμό με τα άρθρα 1710 παρ. 1 και 1872 παρ. 1 του Α.Κ, μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του διακατόχου – νομέα, οι οποίοι αποκτούν όσα δικαιώματα είχε ο κληρονομούμενος.
    • Με την οποιασδήποτε μορφής, κατά τα άνω, δικαιοπραξία δεν μεταβιβάζεται στον αντισυμβαλλόμενο του διακατόχου η κυριότητα του δάσους, αφού αυτή δεν υπάρχει στο διακάτοχο.
    Πέραν όμως των ανωτέρω το Ν.Σ.Κ θεώρησε αναγκαίο να σημειώσει στη γνωμοδότησή του ότι το όλο θέμα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί, για την οριστική επίλυσή του, νομοθετικά, είτε με την υποχρεωτική παραπομπή όλων των περιπτώσεων ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων για την τελική κρίση επί της κυριότητας, είτε με την κατάργηση των επί των διακατεχόμενων δασών δικαιωμάτων των διακατόχων, έναντι αποζημίωσης, ή την απόδοση σε ορισμένες περιπτώσεις, της κυριότητας αυτών στους διακατόχους, υπό μορφή εξαγοράς έναντι ανταλλάγματος, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι θα τηρούνται οι υφιστάμενες συνταγματικές διατάξεις, τόσο για την προστασία των δικαιωμάτων, όσο και για την προστασία των δασών. Επειδή όμως η προσφυγή στα αρμόδια δικαστήρια είτε εκ μέρους των διακατόχων, είτε εκ μέρους του δημοσίου δεν εμποδίζεται από την υφιστάμενη νομοθεσία σε τρόπο ώστε να απαιτείται νέα νομοθετική ρύθμιση, οι προτεινόμενες διατάξεις, βασιζόμενες στις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 117 του συντάγματος, περιορίζονται στη δυνατότητα κατάργησης των δικαιωμάτων διακατοχής, έναντι αποζημίωσης ή στην απόδοση της κυριότητας στους διακατόχους έναντι ανταλλάγματος.
    Σημειώνεται ότι οι προτεινόμενες ρυθμίσεις αφορούν μόνο στην τακτοποίηση των εμπράγματων σχέσεων και δεν θίγεται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο το ισχύον καθεστώς χρήσης των εν λόγω δασών και δασικών εκτάσεων.

    Με το άρθρο 14: Η ρύθμιση ευθυγραμμίζεται σ’ ότι αφορά το ιδιοκτησιακό θέμα με τη νομολογία του Αρείου Πάγου. Σύμφωνα με αυτή οι παραχωρήσεις των ρητινευόμενων δασών θεωρούνται ότι έγιναν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας, τα παραχωρηθέντα δασοτεμάχια δεν μπορούν να τύχουν άλλης, πέραν του κατά φύση προορισμού των δασών, χρήσης και σε περίπτωση που παραβιάστηκαν οι όροι του παραχωρητηρίου με αυθαίρετη μεταβολή της χρήσης τους, τα παραχωρητήρια ανακαλούνται με σκοπό την αποκατάσταση του δασικού χαρακτήρα τους.